κυτταροτοξίνη

κυτταροτοξίνη
και κυτοτοξίνη, η
βιολ.
1. τοξίνη που έχει την ιδιότητα να καταστρέφει επιλεκτικά ορισμένα κύτταρα
2. τοξική ουσία κυτταρικής προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταροτοξίνη είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytotoxine < cyt(o)- (βλ. κυτταρο-) + γαλλ. toxine < γαλλ. toxique < τοξικός. Ο τ. κυτοτοξίνη είναι αντιδάνεια λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”